τυρόγαλο

τυρόγαλο
το
υγρό που μένει μετά το πήξιμο του γάλατος και τον αποχωρισμό του τυροπήγματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τυρόγαλο — το, Ν βλ. τυρόγαλα …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek

  • οροποτίη — ὀροποτίη και, δ. γρφ., ὀροποσίη και ὀρροποτίη, ἡ (Α) [οροποτώ] ιων. τ. το να πίνει κανείς ορό, δηλ. τυρόγαλο …   Dictionary of Greek

  • οροποτώ — ὀροποτῶ και, δ. γρφ., ὀρροποτῶ, έω (Α) πίνω ορό, δηλ. τυρόγαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρός + ποτῶ (< πότης < πίνω)] …   Dictionary of Greek

  • ορρόμελι — ὀρρόμελι, ιτος, τὸ (Μ) τυρόγαλο με μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρρός (βλ. λ. ορός) + μέλι] …   Dictionary of Greek

  • ορόγαλα — το 1. το υδαρές υπόλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τού βουτύρου και τής τυρίνης, το τυρόγαλο 2. φρ. «ορόγαλα ηλιοτροπιούχο» θρεπτικό υπόστρωμα που χρησιμοποιείται στην καλλιέργεια τού βακτηριδίου τού τύφου και στη διάκρισή του από τα… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… …   Dictionary of Greek

  • πρόσγαλο — το, Ν ποσότητα γάλακτος που χύνεται στο τυρόγαλο για την παρασκευή μυζήθρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + γαλο (< γάλα), πρβλ. αφρό γαλο] …   Dictionary of Greek

  • ρύπον — τὸ, Α το υδαρές υπόλλειμμα τού γάλακτος μετά την αφαίρεση τής τυρίνης και τού βουτύρου, το τυρόγαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύπος (τὸ) «κρούστα τυριού» κατά τα ουδ. σε ον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”